Ευστράτιος

Ευστράτιος
Ευστράτιος ο
Евстратий –
1) имя некоторых святых Православной Церкви;
2) мужское имя
Этим.
«хороший воин» < ευ- + -στράτιος < στρατός «армия»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Ευστράτιος" в других словарях:

  • Εὐστράτιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευστράτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυρας. Πέθανε, επί Λικινίου, στη Σεβάστεια. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Νοεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυρας. Πέθανε, επί Διοκλητιανού, με τους Αυξέντιο, Ευγένιο, Μαρδάριο και Ορέστη. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Ευστράτιος — I Νησί (43,23 τ. χλμ.) του Βόρειου Αιγαίου στο Θρακικό πέλαγος, γνωστό και με το όνομα Άη Στράτης. Βρίσκεται 16 μίλια ΝΔ της Λήμνου, 37 ΒΔ της Σκύρου και 42 ΒΑ της Λέσβου. To σχήμα του είναι τριγωνικό και τα τρία ακρωτήριά του λέγονται Τρυπητή,… …   Dictionary of Greek

  • Ευστρατιάδης, Ευστράτιος — (1872 – 1946). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Διετέλεσε διευθυντής και χρονογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας Σκριπ. Έγραψε τα βιβλία Αξέχαστα, Η ζωή που περνά, Αράχνη, Το ρημάδι (βραβείο Ακαδημίας) κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Ευστράτιος — (1847 – 1909). Μουσικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου χρημάτισε ιεροψάλτης διαφόρων ναών επί 32 χρόνια. Ήταν βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής και της αραβοπερσικής μουσικής και δίδαξε βυζαντινή μουσική σε διάφορα ελληνικά και ξένα σχολεία… …   Dictionary of Greek

  • Πίσσας, Ευστράτιος — (1797 – 1885). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Όταν άρχισε η Επανάσταση, πολέμησε με τον πρώτο τακτικό στρατό, τον oποίο διοργάνωσε στην Καλαμάτα ο Γάλλος φιλέλληνας ταγματάρχης Βαλίστρας. Διακρίθηκε στις… …   Dictionary of Greek

  • Εὐστρατίοιο — Εὐστράτιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐστρατίου — Εὐστράτιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐστρατίῳ — Εὐστράτιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐστράτιε — Εὐστράτιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐστράτιον — Εὐστράτιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»